κούρσωρ

κούρσωρ
κούρσωρ, -ορος, ὁ (ΑM)
(πάπ. και επιγρ.) μέλος στρατιωτικού σχηματισμού τοξοτών ιππέων που ήταν τοποθετημένοι στα δύο άκρα τής πρώτης γραμμής τής μάχης και ορμούσαν για να καταδιώξουν τους εχθρούς κατά την υποχώρησή τους
μσν.
δρομέας, ταχυδρόμος, μαντατοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cursor].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κούρσωρ — cursor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παπίριος Κούρσωρ, Λεύκιος — (Lucius Papirius Cursor). Ρωμαίος ύπατος του 4ου αι. π.Χ. στον οποίο αποδίδεται η αντεκδίκηση (320) του ρωμαϊκού στρατού κατά των Σαμνιτών μετά την πανωλεθρία και την ταπείνωση στα Καυδιανά Στενά, το 321. Πράγματι, έλαβε μέρος στον Β’ Σαμνιτικό… …   Dictionary of Greek

  • κουρσόρων — κούρσωρ cursor masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούρσορας — κούρσωρ cursor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούρσορες — κούρσωρ cursor masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DICTARE ad memoriam — apud Vopisc. in Caro, diccbatur, qui Memoriae dictator erat, Graecis Α᾿ντιγραφεὺς τῆς μνήμης: quemadmodum et Dictator Epistolar. ὁ Α᾿ντιγραφεὺς τῶ ἐπιςτολῶν etc. Quatuor enim erant Dictatores seu Α᾿ντιγραφεῖς, Libellorum, Memoriae, Epistolarum et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πρωτοκούρσωρ — ωρος, ὁ, Μ (στη Ρώμη και στο Βυζ.) ο αρχηγός τών αυτοκρατορικών διαγγελέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κούρσωρ «δρομέας, ταχυδρόμος, μαντατοφόρος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”