κούρσωρ — cursor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παπίριος Κούρσωρ, Λεύκιος — (Lucius Papirius Cursor). Ρωμαίος ύπατος του 4ου αι. π.Χ. στον οποίο αποδίδεται η αντεκδίκηση (320) του ρωμαϊκού στρατού κατά των Σαμνιτών μετά την πανωλεθρία και την ταπείνωση στα Καυδιανά Στενά, το 321. Πράγματι, έλαβε μέρος στον Β’ Σαμνιτικό… … Dictionary of Greek
κουρσόρων — κούρσωρ cursor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρσορας — κούρσωρ cursor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρσορες — κούρσωρ cursor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DICTARE ad memoriam — apud Vopisc. in Caro, diccbatur, qui Memoriae dictator erat, Graecis Α᾿ντιγραφεὺς τῆς μνήμης: quemadmodum et Dictator Epistolar. ὁ Α᾿ντιγραφεὺς τῶ ἐπιςτολῶν etc. Quatuor enim erant Dictatores seu Α᾿ντιγραφεῖς, Libellorum, Memoriae, Epistolarum et … Hofmann J. Lexicon universale
πρωτοκούρσωρ — ωρος, ὁ, Μ (στη Ρώμη και στο Βυζ.) ο αρχηγός τών αυτοκρατορικών διαγγελέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κούρσωρ «δρομέας, ταχυδρόμος, μαντατοφόρος»] … Dictionary of Greek